τελεστήρ

τελεστήρ
-ῆρος, ὁ, Α
1. τελεστής, ιεροτελεστής, μυσταγωγός
2. (στην αρχ. Τροιζήνα) αυτός που τελούσε τα προς τιμήν τής θεάς Κυβέλης μυστήρια («τελεστὴρ τᾱς Μεγάλας Ματρός», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσ- τού αορ. ἐτέλεσα τού τελῶ* + επίθημα -τηρ* (πρβλ. πιεσ-τήρ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”